τελεοδρόμος

τελεοδρόμος
τελεοδρόμος
completing the course
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελεοδρόμος — ο, Α αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυ δρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • τελεοδρομώ — και τελοδρομῶ, έω, Α [τελεοδρόμος] εκτελώ τη διαδρομή, ολοκληρώνω τον δρόμο μου …   Dictionary of Greek

  • τελεσίδρομος — ον, Α 1. ο τελεοδρόμος* 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τελεσίδρομος όνομα ήρωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δρόμος (πρβλ. τανυσί δρομος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”